- υπερσθενικός
- -ή, -ό, Ν [υπερσθενής]1. (πετρογρ.) (για πέτρωμα) αυτός που έχει ως κύριο συστατικό του το ορυκτό υπερσθενής («υπερσθενικός βασάλτης»)2. φρ. «υπερσθενικός γρανίτης»(πετρογρ.) μέλος τής σειράς τού σαρνοκίτη, τών μεταμορφωμένων πετρωμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.